ογκανίζω

ογκανίζω
γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι (πρβλ. μουγκανίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκανίζω — 1. γκαρίζω 2. φωνάζω ενοχλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκανίζω* με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • ογκάνισμα — το [ογκανίζώ]. ογκανισμός, γκάρισμα …   Dictionary of Greek

  • ογκανισμός — ο [ογκανίζω] ογκάνισμα, γκάρισμα …   Dictionary of Greek

  • ογκαρίζω — ὀγκαρίζω (Α) ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τού ὀγκῶμαι* (βλ. και λ. γκαρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ογκώμαι — (Α ὀγκῶμαι, άομαι) (για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σε άω (πρβλ. βοάω, βρυχάομαι, γοάω, μυκάομαι) που αντιστοιχεί με λατ. uncāre (για αρκούδα). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *enq / *onq με σημ. «βογγώ, μουγκρίζω»… …   Dictionary of Greek

  • γκαρίζω — γκάρισα 1. (για τα γαϊδούρια), βγάζω δυνατή φωνή, ογκανίζω. 2. μτφ., φωνάζω δυνατά: Μην γκαρίζεις έτσι, θα ξυπνήσεις το μωρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”